- προσκαταλείπω
- Α [καταλείπω]1. αφήνω επί πλέον ως κληρονομιά («ἀρχήν... προσκατέλιπον», Θουκ.)2. εγκαταλείπω, αφήνω ή χάνω επί πλέον («προσκαταλείπειν σχολήν», Πλούτ.)3. αφήνω περίσσευμα4. αφήνω κάτι πίσω μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκατέλιπον — προσκαταλείπω leave besides as a legacy aor ind act 3rd pl προσκαταλείπω leave besides as a legacy aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαταλείψῃ — προσκαταλείπω leave besides as a legacy fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαταλιπεῖν — προσκαταλείπω leave besides as a legacy aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαταλιπόντες — προσκαταλείπω leave besides as a legacy aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαταλιπών — προσκαταλείπω leave besides as a legacy aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατέλιπε — προσκαταλείπω leave besides as a legacy aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατέλιπεν — προσκαταλείπω leave besides as a legacy aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek